νεάτη: Difference between revisions
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neati | |Transliteration C=neati | ||
|Beta Code=nea/th | |Beta Code=nea/th | ||
|Definition=[ᾰ] (sc. [[χορδή]]), ἡ, Dor. [[νεάτα]] <span class="bibl">Philol.6</span>:— | |Definition=[ᾰ] (sc. [[χορδή]]), ἡ, Dor. [[νεάτα]] <span class="bibl">Philol.6</span>:—[[the lowest of the three strings]] which formed the framework of the musical [[scale]] (opp. [[μέση]], [[ὑπάτη]]), but the [[highest]] in [[pitch]], <span class="bibl">Cratin.134</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>443d</span>:— contr. [[νήτη]] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>224b34</span>, <span class="bibl"><span class="title">Metaph.</span>1018b28</span>, <span class="bibl">1057a23</span>, Alex.Eph. ap.Theon.Sm.<span class="bibl">p.140</span> H., etc.: in plural, <b class="b3">ἐπὶ τὰς νήτας… ἀναβαίνειν</b>, in declamation, Anty ll. ap. <span class="bibl">Orib.6.10.23</span>. (Orig. fem. of [[νέατος]] (A).) | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 05:00, 24 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ] (sc. χορδή), ἡ, Dor. νεάτα Philol.6:—the lowest of the three strings which formed the framework of the musical scale (opp. μέση, ὑπάτη), but the highest in pitch, Cratin.134, Pl.R.443d:— contr. νήτη Arist.Ph.224b34, Metaph.1018b28, 1057a23, Alex.Eph. ap.Theon.Sm.p.140 H., etc.: in plural, ἐπὶ τὰς νήτας… ἀναβαίνειν, in declamation, Anty ll. ap. Orib.6.10.23. (Orig. fem. of νέατος (A).)
Greek (Liddell-Scott)
νεάτη: [ᾰ], (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ κατωτάτη τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν ἀρχαιοτάτην μουσικὴν κλίμακα (ὧν αἱ δύο ἕτεραι ἦσαν ἡ μέση καὶ ἡ ὑπάτη), ἀλλ’ ἡ ἀνωτάτη (ὡς πρὸς τὸν τόνον τῆς φωνῆς ἢ τοῦ ἢχου) κατὰ τοὺς νεωτέρους, Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 14, Πλάτ. Πολ. 443D· συνῃρ. νήτη, Ἀριστ. Φυσ. 5. 1, 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 11, 4., 9. 7, 2, κ. ἀλλ.· πρβλ. παρανήτη. (Κυρίως θηλ. τοῦ νέατος).
French (Bailly abrégé)
par contract. νήτη;
ης (ἡ) :
s.e. χορδή;
la dernière corde de la lyre, la corde au son le plus aigu.
Étymologie: fém. de νέατος.
Greek Monolingual
νεάτη, δωρ. τ. νεάτα, συνηρ. τ. νήτη, ἡ (Α)
(ενν. χορδή)
1. η κατώτατη, η έσχατη από τις τρεις χορδές οι οποίες αποτελούσαν την αρχαιότατη μουσική κλίμακα
2. η ανώτατη χορδή ως προς τον τόνο της φωνής ή του ήχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επίθ. νέατος (I)].
Greek Monotonic
νεάτη: [ᾰ] (ενν. χορδή), ἡ, η κατώτατη από τις τρεις χορδές που απάρτιζαν την αρχαιότατη μουσική κλίμακα (οι άλλες δύο ήταν ἡ μέση και ἡ ὑπάτη), αλλά η ανώτατη (ως προς τον τόνο της φωνής ή του ήχου) κατά τους νεότερους, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
νεάτη: стяж. νήτη ἡ (sc. χορδή) крайняя, т. е. самая высокая струна лиры Plat., Arst.
Middle Liddell
sc. χορδή the lowest of the three strings which formed the old musical scale (the other two being ἡ μέση and ἡ ὑπάτἠ, Plat. [from νέατος