καστανιά: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
[[File:kleidopinako.jpg|thumb|right|καστανιά, γάβανο, γαβάνι ή κλειδοπίνακο (σκεύος)]] | [[File:kleidopinako.jpg|thumb|right|καστανιά, γάβανο, γαβάνι ή κλειδοπίνακο (σκεύος)]] | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[καστανέα]], Α και [[κάστανος]] ή και [[κάστανον]], τὸ)<br /> το [[δέντρο]] που παράγει τον καρπό [[κάστανο]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>βοτ.</b><br /> <b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της τάξης [[φηγώδη]], στα οποία περιλαμβάνεται και η [[κοινή]] [[καστανιά]]<br /> <b>2.</b> το [[ξύλο]] της καστανιάς («το [[έπιπλο]] αυτό [[είναι]] από [[καστανιά]]»)<br /> <b>3.</b> το [[έπιπλο]] που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] καστανιάς<br /> <b>4.</b> οικιακό [[σκεύος]] από συναρμολογούμενα δοχεία που χρησιμεύει για [[μεταφορά]] φαγητού, αλλ. [[κλειδοπίνακο]], [[γάβανο]], [[γαβάνι]] | |mltxt=η (AM [[καστανέα]], Α και [[κάστανος]] ή και [[κάστανον]], τὸ)<br /> το [[δέντρο]] που παράγει τον καρπό [[κάστανο]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>βοτ.</b><br /> <b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της τάξης [[φηγώδη]], στα οποία περιλαμβάνεται και η [[κοινή]] [[καστανιά]]<br /> <b>2.</b> το [[ξύλο]] της καστανιάς («το [[έπιπλο]] αυτό [[είναι]] από [[καστανιά]]»)<br /> <b>3.</b> το [[έπιπλο]] που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] καστανιάς<br /> <b>4.</b> οικιακό [[σκεύος]] από συναρμολογούμενα δοχεία που χρησιμεύει για [[μεταφορά]] φαγητού, αλλ. [[κλειδοπίνακο]], [[γάβανο]], [[γαβάνι]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάστανον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i><br /> ο τ. <i>κασταν</i>-<i>ιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[καστανέα]], με [[συνίζηση]] ([[πρβλ]]. <i>μηλ</i>-<i>έα</i>: <i>μηλ</i>-<i>ιά</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 10 June 2022
Greek Monolingual
η (AM καστανέα, Α και κάστανος ή και κάστανον, τὸ)
το δέντρο που παράγει τον καρπό κάστανο
νεοελλ.
βοτ.
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της τάξης φηγώδη, στα οποία περιλαμβάνεται και η κοινή καστανιά
2. το ξύλο της καστανιάς («το έπιπλο αυτό είναι από καστανιά»)
3. το έπιπλο που έχει κατασκευαστεί από ξύλο καστανιάς
4. οικιακό σκεύος από συναρμολογούμενα δοχεία που χρησιμεύει για μεταφορά φαγητού, αλλ. κλειδοπίνακο, γάβανο, γαβάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. -έα
ο τ. κασταν-ιά < καστανέα, με συνίζηση (πρβλ. μηλ-έα: μηλ-ιά)].