προγεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=goûter auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], γεύομαι.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προγεύομαι''': μέσ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]] πρότερον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 3, Πλούτ. 2. 49Ε, κτλ.
|lstext='''προγεύομαι''': μέσ., γεύομαι, [[δοκιμάζω]] πρότερον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 3, Πλούτ. 2. 49Ε, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=goûter auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], γεύομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:28, 2 October 2022

French (Bailly abrégé)

goûter auparavant.
Étymologie: πρό, γεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

προγεύομαι: μέσ., γεύομαι, δοκιμάζω πρότερον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 3, Πλούτ. 2. 49Ε, κτλ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. δοκιμάζω κάτι από πριν με τη γεύση, γεύομαι κάτι προηγουμένως
2. μτφ. αποκτώ την πρώτη εμπειρία μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῦ μέλλοντος ἀγαθοῦ», Φίλ.)
νεοελλ.
γευματίζω («ο προγεμένος του νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.)
μσν.
παίρνω το πρωινό μου, το πρόγευμά μου
αρχ.
(το ενεργ.) προγεύω
δίνω σε κάποιον να γευθεί κάτι πριν από κάποιον άλλο ή πριν από την ώρα του γεύματος.

Russian (Dvoretsky)

προγεύομαι: Arst., Plut. = προγευματίζω.