ἐχιδναῖος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐχιδναῖος:''' змеиный ([[χόλος]] Anth.).
|elrutext='''ἐχιδναῖος:''' [[змеиный]] ([[χόλος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐχιδναῖος]], η, ον<br />of or like a [[viper]], Anth.
|mdlsjtxt=[[ἐχιδναῖος]], η, ον<br />of or like a [[viper]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδναῖος Medium diacritics: ἐχιδναῖος Low diacritics: εχιδναίος Capitals: ΕΧΙΔΝΑΙΟΣ
Transliteration A: echidnaîos Transliteration B: echidnaios Transliteration C: echidnaios Beta Code: e)xidnai=os

English (LSJ)

α, ον, A of or like a viper, χόλος AP7.71 (Gaet.). 2 snaky, κόρυμβος Nonn.D.14.216. II pr. Adj. Ἐχιδναῖος, Ἐχιδναῖα, Ἐχιδναῖον, born of Echidna, δάκετον Call.Fr.161.

German (Pape)

[Seite 1126] von der Natter, zu der Natter gehörig, χόλος Gaetul. 6 (VII, 71); κόρυμβος Nonn. D. 14, 216 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδναῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἔχιδναν ἢ ὅμοιος ἐχίδνῃ, Καλλ. Ἀποσπ. 161, Ἀνθ. Π. 7. 71.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de vipère.
Étymologie: ἔχιδνα.

Greek Monolingual

ἐχιδναῖος, -α, -ον (Α) έχιδνα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έχιδνα
2. μτφ. αυτός που δηλητηριάζει όπως η έχιδνα («Μοῦσαν ἐχιδναίῳ... ἔβαψε χόλῳ», Ανθ. Παλ.)
3. αυτός που μοιάζει με φίδι («ἐχιδναῖοισι κορύμβοις», Νόνν.)
4. ο γεννημένος από την Έχιδνα, χθόνιο τέρας τών αρχαίων, Νόνν.).

Greek Monotonic

ἐχιδναῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με την οχιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχιδναῖος: змеиный (χόλος Anth.).

Middle Liddell

ἐχιδναῖος, η, ον
of or like a viper, Anth.