ουλόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η και [[ουλότριχος]], -η, -ο (ΑΜ [[οὐλόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ και [[οὐλότριχος]], -ον)<br />αυτός που έχει κατσαρές [[τρίχες]], [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρομάλλης]] («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῖς θερμοῖς οὐλότριχες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] φυκών τών θαλάσσιων και γλυκών υδάτων του οποίου τα κύτταρα, στα περισσότερα είδη, [[είναι]] ικανά να σχηματίσουν αναπαραγωγικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ( | |mltxt=ο, η και [[ουλότριχος]], -η, -ο (ΑΜ [[οὐλόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ και [[οὐλότριχος]], -ον)<br />αυτός που έχει κατσαρές [[τρίχες]], [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρομάλλης]] («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῖς θερμοῖς οὐλότριχες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] φυκών τών θαλάσσιων και γλυκών υδάτων του οποίου τα κύτταρα, στα περισσότερα είδη, [[είναι]] ικανά να σχηματίσουν αναπαραγωγικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖλος]] (ΙΙ) «[[σγουρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[χρυσόθριξ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο, η και ουλότριχος, -η, -ο (ΑΜ οὐλόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ και οὐλότριχος, -ον)
αυτός που έχει κατσαρές τρίχες, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῖς θερμοῖς οὐλότριχες», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. βοτ. γένος φυκών τών θαλάσσιων και γλυκών υδάτων του οποίου τα κύτταρα, στα περισσότερα είδη, είναι ικανά να σχηματίσουν αναπαραγωγικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. χρυσόθριξ)].