παστοφόριον: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pastoforion
|Transliteration C=pastoforion
|Beta Code=pastofo/rion
|Beta Code=pastofo/rion
|Definition=( παστοφορ-εῖον Phot. . Cyr.), τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[chamber assigned to]] [[παστοφόροι]], <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.1</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>119.25</span>, al. (ii B.C.), <span class="title">SIG</span>977a(Delos, ii B.C.), Hsch.; used of the [[priest's chamber]] in the temple at Jerusalem, <span class="bibl">LXX <span class="title">Je.</span>42(35).4</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.9.12</span> (pl.).</span>
|Definition=( παστοφορ-εῖον Phot. . Cyr.), τό, [[chamber assigned to]] [[παστοφόροι]], <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.1</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>119.25</span>, al. (ii B.C.), <span class="title">SIG</span>977a(Delos, ii B.C.), Hsch.; used of the [[priest's chamber]] in the temple at Jerusalem, <span class="bibl">LXX <span class="title">Je.</span>42(35).4</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.9.12</span> (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:40, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παστοφόριον Medium diacritics: παστοφόριον Low diacritics: παστοφόριον Capitals: ΠΑΣΤΟΦΟΡΙΟΝ
Transliteration A: pastophórion Transliteration B: pastophorion Transliteration C: pastoforion Beta Code: pastofo/rion

English (LSJ)

( παστοφορ-εῖον Phot. . Cyr.), τό, chamber assigned to παστοφόροι, PPetr.2p.1 (iii B.C.), UPZ119.25, al. (ii B.C.), SIG977a(Delos, ii B.C.), Hsch.; used of the priest's chamber in the temple at Jerusalem, LXX Je.42(35).4, J.BJ4.9.12 (pl.).

German (Pape)

[Seite 532] τό, was vom παστοφόρος getragen wird, VLL. – Eine Zelle im Tempel, bes. in Jerusalem, LXX u. Ios.

Greek (Liddell-Scott)

παστοφόριον: τό, = ταμεῖον, σκευοφυλάκιον, Ἑβδ. (Α΄ Παραλειπ. Θ΄, 26, Α΄ Ἔσδρ. Η΄, 58, Ἡσ. ΚΒ’, 15, κλ.).

Greek Monolingual

και παστοφορεῑον, τὸ, ΜΑ παστοφόρος
1. συν. στον πληθ. τὰ παστοφόρια ή παστοφορεῑα
πλάγια διαμερίσματα τών παλαιοχριστιανικών βασιλικών ή και τών βυζαντινών ναών αργότερα, τα οποία κατά κανόνα πλαισίωναν την αψίδα του Ιερού Βήματος και τα οποία χρησίμευαν για τη φύλαξη τών ιερών σκευών του ναού, τών αμφίων, τών προσφορών, της Θείας Κοινωνίας που προοριζόταν για τους ασθενείς και ετοιμοθάνατους κ.λπ., αλλ. παραβήματα
2. (στην αρχ. Αίγυπτο) οίκημα στο οποίο διέμεναν οι παστοφόροι
3. θάλαμος ιερέα στον ιουδαϊκό ναό της Ιερουσαλήμ.