ἀκηδία: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκηδία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> беззаботность, беспечность Cic.;<br /><b class="num">2)</b> пренебрежение к себе, самоотверженность Luc. | |elrutext='''ἀκηδία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[беззаботность]], [[беспечность]] Cic.;<br /><b class="num">2)</b> [[пренебрежение к себе]], [[самоотверженность]] Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 19 August 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A = ἀκήδεια: indifference, torpor, apathy, Hp.Gland.12, Cic.Att.12.45. 2 weariness, exhaustion, Luc.Herm.77, D.C.Fr.73; πνεύματος LXX Is.61.3. 3 c. gen., neglect, disregard, τῆς παραφορῆς Aret.CA1.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηδία: Ἰων. -ίη, ἡ, = ἀκήδεια, ἀδιαφορία, ἀδράνεια, νάρκωσις ἐκ θλίψεως ἢ ἐξαντλήσεως, Ἱππ. 272, 39, Κικ. πρὸς Ἀττ. 12.45, Ἀρεταῖος, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Gland.12; -εία Diog.Oen.25.3.9, jón. -είη Emp.B 136, A.R.2.219
1 despreocupación, falta de cuidado, indiferencia νόοιο Emp.B 136, cf. A.R.2.219, 3.260, Diog.Oen.25.3.9, τῆς παραφορῆς Aret.CA 1.1.28
•en el sintagma ἐν ἀκηδίῃ sin atención ἄμφω δὲ ἐν ἀκηδίῃ καταγυιοῖ τὴν φύσιν ambas cosas, si no se les presta atención, debilitan la naturaleza Hp.Gland.12
•dejadez, apatía Cic.Att.290.1, Herm.Vis.3.11.3.
2 de un estado físico embotamiento, cansancio ἀ. καὶ κάματος Luc.Herm.77, ἀ. καὶ ὁ ἐκ τῆς ὁδοῦ κόπος Gr.Nyss.Ep.1.10
•entorpecimiento μετετρωπᾶτο παρειὰς ἐς χλόον, ἄλλοτ' ἔρευθος, ἀκηδείῃσι νόοιο sus mejillas se mudaban ya en pálidas, ya en rojas, por los desvíos de su razón A.R.3.298
•abatimiento στενωθεῖσα ὑπὸ ἀκηδίας Pall.V.Chrys.17.165.
3 angustia, objeto de preocupación, tristeza πνεῦμα ἀκηδίας ánimo triste LXX Is.61.3, οὔθ' ὑπὸ ἄλλης τινὸς ἀκηδίας ἐταλαιπώρησεν D.C.73.2
•desesperación Cyr.Al.M.73.504C.
4 descuido, acidia, pereza tentación especial de los eremitas ἀ. ἐστὶν ἀτονία τῆς ψυχῆς Nil.M.79.1157C.
Greek Monolingual
ἀκηδία, η (AM)
στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) ἀκηδής
1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια
2. αθυμία
3. εξάντληση, εξασθένηση
μσν.
(Εκκλ.)
1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία
2. άγχος, αγωνία
3. απελπισία
4. θλίψη
5. ψυχική κατάπτωση, πειρασμός του μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκηδής.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀκηδιῶ].
Russian (Dvoretsky)
ἀκηδία: ἡ
1) беззаботность, беспечность Cic.;
2) пренебрежение к себе, самоотверженность Luc.