εὔκληρος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
mNo edit summary |
m (Text replacement - " :" to ":") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔκληρος''': -ον, [[τυχηρός]], [[εὐτυχής]], Ἀνθ. Πλαν. 296, πρβλ. Α. Β. 34. 25 ἐν λ. [[δύσκληρος]]. - ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει : «[[εὐεπίτευκτος]]». | |lstext='''εὔκληρος''': -ον, [[τυχηρός]], [[εὐτυχής]], Ἀνθ. Πλαν. 296, πρβλ. Α. Β. 34. 25 ἐν λ. [[δύσκληρος]]. - ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει: «[[εὐεπίτευκτος]]». | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 09:44, 21 August 2022
English (LSJ)
Dor. εὐκλαρος, ον, fortunate, LXX De.4.20, APl.4.296 (Antip.), Ael. Fr.288: euphemism of the dead, BGU1209.5 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 1075] ein gutes Loos habend, glücklich, Poll. 3, 109; ἐΰκλαρον Σαλαμῖνα Antp. 45 (Plan. 296).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκληρος: -ον, τυχηρός, εὐτυχής, Ἀνθ. Πλαν. 296, πρβλ. Α. Β. 34. 25 ἐν λ. δύσκληρος. - ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει: «εὐεπίτευκτος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien partagé, heureux.
Étymologie: εὖ, κλῆρος.
Greek Monolingual
εὔκληρος, -ον (ΑΜ) (Α δωρ. τ. εὔκλαρος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή μοίρα, ο ευτυχής, ο τυχερός
2. (κατά τον Φώτιο) «εὐεπίτευκτος»
αρχ.
(κατ' ευφημισμό για νεκρούς) ο μακαρίτης («ὁ εὔκληρος ἀδελφός σου», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλήρος].
Greek Monotonic
εὔκληρος: -ον, τυχερός, ευτυχισμένος, σε Ανθ.