ταρβόσυνος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ταρβόσῠνος:''' устрашенный, охваченный страхом: τ. [[φόβος]] Aesch. паническое бегство.
|elrutext='''ταρβόσῠνος:''' [[устрашенный]], [[охваченный страхом]]: ταρβόσυνος [[φόβος]] Aesch. паническое бегство.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ταρβόσυνος]], η, ον<br />affrighted or affrighting, Aesch.
}}
}}

Revision as of 06:29, 31 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρβόσυνος Medium diacritics: ταρβόσυνος Low diacritics: ταρβόσυνος Capitals: ΤΑΡΒΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: tarbósynos Transliteration B: tarbosynos Transliteration C: tarvosynos Beta Code: tarbo/sunos

English (LSJ)

η, ον, affrighted or affrighting, φόβος A.Th. 240 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1071] erschrocken, furchtsam, φόβος, Aesch. Spt. 222.

Greek (Liddell-Scott)

ταρβόσυνος: -η, -ον, τάρβος ἐμποιῶν, δεινός, τρομερός, ταρβ. φόβος Αἰσχύλ. Θήβ. 240.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
effrayé, épouvanté.
Étymologie: τάρβος.

Greek Monolingual

-ύνη, -ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, τρομακτικός
2. αυτός που κατέχεται από φόβο, ο φοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. ταρβοσύνη (πρβλ. γηθοσύνη: γηθόσυνος)].

Greek Monotonic

ταρβόσυνος: -η, -ον, τρομερός, δεινός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ταρβόσῠνος: устрашенный, охваченный страхом: ταρβόσυνος φόβος Aesch. паническое бегство.