διακαής: Difference between revisions
οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διακαής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сильно прогретый]], [[раскаленный]] ([[ἀήρ]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> перен. разгоряченный, распаленный (ζήλῳ Luc.). | |elrutext='''διακαής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сильно прогретый]], [[раскаленный]] ([[ἀήρ]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[разгоряченный]], [[распаленный]] (ζήλῳ Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 08:39, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, (διακαίω) A burnt through, very hot, cj. in Thphr.Vent. 21, cf. Gal.11.21, etc.; ἀήρ Luc.Anach.16; πυρετοί Simp.in Cael. 602.9: metaph., τῷ ζήλῳ δ. Luc.Dom.31. Adv. διακαῶς Alciphr.1.27, Alex.Trall.Febr.2.
German (Pape)
[Seite 580] ές, durchglüht, sehr heiß; ἀὴρ ξηρὸς καὶ δ. Luc. Gymn. 16; Medic.; auch übertr., ζήλῳ δ., von Eifersucht, Luc. dom. 31. – Adv., διακαῶς ἐρᾶν, Alciphr. 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
διακᾰής: -ές, (διακαίω) καθ’ ὑπερβολὴν καίων, διάπυρος, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 21· τῷ ζήλῳ δ. Λουκ. π. Οἴκ. 31. ―Ἐπίρρ. διακαῶς Ἀλκίφρων 1. 27.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
ardent.
Étymologie: διακαίω.
Spanish (DGE)
-ές
I 1muy caliente, ardiente de enfermos con fiebre, Hp.Coac.176 (cód.), (πυρετοί) Gal.11.65, cf. 10.759, Alex.Aphr.Pr.1.83, Simp.in Cael.602.9, καῦσοι Alex.Trall.1.325.22
•subst. τὸ δ. el ardor Gal.11.21
•incandescente πῦρ Plu.2.935a, ἀὴρ ... δ. aire abrasador Luc.Anach.16, de la luna σῶμα δ. cuerpo incandescente Plu.2.940b.
2 incendiado, encendido συρφετός Plu.2.824f
•fig. de pers. encendido ref. sentimientos δ. ἦν ὁ σατράπης θυμοῦ καὶ ἐπιθυμίας Hld.8.2.3, τῷ ζήλῳ δ. inflamado por los celos Luc.Dom.31, de los ojos ξηρότητι διακαεῖς inflamados por la sequedad Adam.2.36, de colores δ. χρῶμα color vivo Plu.2.934b.
II adv. διακαῶς = ardientemente ref. al amor φλεγόμενος Alciphr.2.6.2, πυρέττειν Alex.Trall.1.327.1, δ. περὶ τὴν ἱππικὴν ... διακείμενος Tz.Comm.Ar.2.384.5.
Greek Monolingual
-ές (AM διακαής, -ές)
Ι. 1. διάπυρος, πυρακτωμένος, υπερβολικά θερμός
νεοελλ.
(για συναισθήματα) θερμός, φλογερός, έντονος
II. επίρρ. διακαώς (AM διακαῶς)
νεοελλ.
έντονα, φλογερά
αρχ.-μσν.
με υπερβολική θερμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + θ. του εκάην αόρ. του καίω].
Greek Monotonic
διακᾰής: -ές (διακαίω), αυτός που καίει υπερβολικά, καυτός, πύρινος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διακαής:
1) сильно прогретый, раскаленный (ἀήρ Luc.);
2) перен. разгоряченный, распаленный (ζήλῳ Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακαής -ές [διακαίω] gloeiend; overdr.. τῷ ζήλῳ διακαής gloeiend van jaloezie Luc. 10.31.