ληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem [[ἐλευθέριος]], [[μήτε]] ληπτικὸν [[ὄντα]] [[μήτε]] φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem [[ἐλευθέριος]], [[μήτε]] ληπτικὸν [[ὄντα]] [[μήτε]] φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui prend <i>ou</i> reçoit volontiers.<br />'''Étymologie:''' [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ληπτικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. [[ἀφομοιωτικός]], ἀντίθετ. τῷ [[ἐκκριτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.
|lstext='''ληπτικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. [[ἀφομοιωτικός]], ἀντίθετ. τῷ [[ἐκκριτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui prend <i>ou</i> reçoit volontiers.<br />'''Étymologie:''' [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτικός Medium diacritics: ληπτικός Low diacritics: ληπτικός Capitals: ΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lēptikós Transliteration B: lēptikos Transliteration C: liptikos Beta Code: lhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A disposed to accept, Arist.EN1120b15. II assimilative, opp. ἐκκριτικός, Id.Ph.243b14.

German (Pape)

[Seite 40] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευθέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui prend ou reçoit volontiers.
Étymologie: λαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ληπτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. ἀφομοιωτικός, ἀντίθετ. τῷ ἐκκριτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.

Greek Monolingual

ληπτικός, -ή, -όν (Α) ληπτός
1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι
2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό.

Greek Monotonic

ληπτικός: -ή, -όν (λαμβάνω), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ληπτικός:
1) умеющий приобретать, стяжательный (μήτε λ. μήτε φυλακτικός Arst.);
2) вбирающий, втягивающий (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).

Middle Liddell

ληπτικός, ή, όν λαμβάνω
disposed to accept, Arist.