ὀψωνιασμός: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0434.png Seite 434]] ὁ, Beköstigung, Verproviantirung, Sold, Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0434.png Seite 434]] ὁ, Beköstigung, Verproviantirung, Sold, Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> approvisionnement de vivres;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> solde militaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψωνιάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψωνιασμός''': ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, [[ἔνθα]] γράφεται καὶ [[ὀψωνισμός]]. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f. | |lstext='''ὀψωνιασμός''': ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, [[ἔνθα]] γράφεται καὶ [[ὀψωνισμός]]. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A furnishing with provisions, Men.1050. 2 supplies and pay of an army, Plb.1.66.7, 1.69.7, D.H.8.68.
German (Pape)
[Seite 434] ὁ, Beköstigung, Verproviantirung, Sold, Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 approvisionnement de vivres;
2 p. ext. solde militaire.
Étymologie: ὀψωνιάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνιασμός: ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, ἔνθα γράφεται καὶ ὀψωνισμός. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f.
Greek Monolingual
ὀψωνιασμός, ὁ (Α) οψωνιάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων
2. οι ζωοτροφές και ο μισθός του στρατεύματος.
Greek Monotonic
ὀψωνιασμός: ὁ, εξοπλισμός με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και μισθοδοσία στρατεύματος, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
ὀψωνιασμός: ὁ
1) снабжение продовольствием Men.;
2) выдача продовольственных пайков (в армии) Polyb.
Middle Liddell
ὀψωνιασμός, οῦ, ὁ, [from ὀψωνιάζω
a furnishing with provisions, the supplies and pay of an army, Polyb.