συμπλανάομαι: Difference between revisions
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br />errer ensemble, | |btext=-ῶμαι;<br />errer ensemble, s'égarer ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], πλανάομαι. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:00, 22 August 2022
English (LSJ)
A wander about with, τινι D.S.3.59, Plu.Ant.29, Philostr.Ep.56: metaph., ταῖς ἀγνοίαις . . τῶν συγγραφέων Plb.3.21.10.
German (Pape)
[Seite 987] mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Pol. 3, 21, 10.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλᾰνάομαι: μέλλ. -ήσομαι, περιπλανῶμαι μετά τινος, τινι Διόδ. 3. 59, κτλ.· μεταφορ., πλανῶμαι ὁμοῦ, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Πολύβ. 3. 21, 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
errer ensemble, s'égarer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, πλανάομαι.
Greek Monotonic
συμπλᾰνάομαι: Παθ., περιπλανιέμαι με κάποιον, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συμπλᾰνάομαι:
1) совместно блуждать, вместе странствовать Plut.: παρακολουθεῖν καὶ σ. τινι Diod. сопровождать кого-л. в (его) странствиях;
2) вместе заблуждаться: σ. ταῖς ἀγνοίαις τινός Polyb. быть введенным в заблуждение чьей-л. неосведомленностью.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπλανάομαι [σύμπλανος] samen rondzwerven met, met dat.