δημοτερπής: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dhmoterph/s
|Beta Code=dhmoterph/s
|Definition=ές, [[popular]], [[attractive]], Pl. ''Min.'' 321a (Sup.), DH. ''Th.'' 1.8 (Comp.), Max.Tyr. 10.6.
|Definition=ές, [[popular]], [[attractive]], Pl. ''Min.'' 321a (Sup.), DH. ''Th.'' 1.8 (Comp.), Max.Tyr. 10.6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[que gusta al pueblo]], [[popular]] ἔστιν δὲ τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ... ἡ τραγῳδία Pl.<i>Min</i>.321a, ἐπιδεικτικώτερον δὲ τὸ προειρημένον καὶ δημοτερπέστερον D.H.<i>Rh</i>.1.8, τέχνη Max.Tyr.4.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[halago]], [[adulación al pueblo]] Thdt.M.83.433B.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δημοτερπής''': -ές, τέρπων τὸν λαόν, [[ἑλκυστικός]], Πλάτ Μίν. 321Α.
|lstext='''δημοτερπής''': -ές, τέρπων τὸν λαόν, [[ἑλκυστικός]], Πλάτ Μίν. 321Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[que gusta al pueblo]], [[popular]] ἔστιν δὲ τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ... ἡ τραγῳδία Pl.<i>Min</i>.321a, ἐπιδεικτικώτερον δὲ τὸ προειρημένον καὶ δημοτερπέστερον D.H.<i>Rh</i>.1.8, τέχνη Max.Tyr.4.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[halago]], [[adulación al pueblo]] Thdt.M.83.433B.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοτερπής Medium diacritics: δημοτερπής Low diacritics: δημοτερπής Capitals: ΔΗΜΟΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: dēmoterpḗs Transliteration B: dēmoterpēs Transliteration C: dimoterpis Beta Code: dhmoterph/s

English (LSJ)

ές, popular, attractive, Pl. Min. 321a (Sup.), DH. Th. 1.8 (Comp.), Max.Tyr. 10.6.

Spanish (DGE)

-ές
que gusta al pueblo, popular ἔστιν δὲ τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ... ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a, ἐπιδεικτικώτερον δὲ τὸ προειρημένον καὶ δημοτερπέστερον D.H.Rh.1.8, τέχνη Max.Tyr.4.6
subst. τὸ δ. halago, adulación al pueblo Thdt.M.83.433B.

German (Pape)

[Seite 565] ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

δημοτερπής: -ές, τέρπων τὸν λαόν, ἑλκυστικός, Πλάτ Μίν. 321Α.

Greek Monolingual

δημοτερπής, -ές (Α)
αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -τερπής < τέρπος (το) —το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο— ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α-τερπής, ευ-τερπής].

Russian (Dvoretsky)

δημοτερπής: приятный для народа, увлекательный (τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ἡ τραγῳδία Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοτερπής -ές [δῆμος, τέρπω] het volk vermakend.