καρηβαρικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
mNo edit summary
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1327.png Seite 1327]] ή, όν, Kopfschmerz verursachend; [[οἶνος]] Hippocr. bei Ath. II, 45 f; νότοι S. Emp. adv. mus. 49; – καρηβαρικὸν [[πάθος]], Kopfschmerz, Teleclid. Poll. 2, 41.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1327.png Seite 1327]] ή, όν, Kopfschmerz verursachend; [[οἶνος]] Hippocr. bei Ath. II, 45 f; νότοι S. Emp. adv. mus. 49; – καρηβαρικὸν [[πάθος]], Kopfschmerz, Teleclid. Poll. 2, 41.
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=[[καρηβαρικός]], , -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πονοκέφαλο<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καρηβαρικόν</i><br />η [[καρηβαρία]], ο [[πονοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρής]] ή <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρία]]].
|elnltext=καρηβαρικός -ή -όν [[καρηβαρής]] [[hoofdpijn veroorzakend]]:. ὁ μὲν γλυκὺς ἧσσον ἐστι καρηβαρικός de zoete wijn veroorzaakt minder hoofdpijn Hp. Acut. 50. met zwaar hoofd, met [[hoofdpijn]]. Hp.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καρηβᾰρικός:''' [[ударяющий в голову]], [[пьянящий]] (ὁ [[κρίθινος]] [[οἶνος]] Arst.).
|elrutext='''καρηβᾰρικός:''' [[ударяющий в голову]], [[пьянящий]] (ὁ [[κρίθινος]] [[οἶνος]] Arst.).
}}
{{grml
|mltxt=[[καρηβαρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πονοκέφαλο<br /><b>2.</b> αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καρηβαρικόν</i><br />η [[καρηβαρία]], ο [[πονοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρής]] ή <span style="color: red;"><</span> [[καρηβαρία]]].
}}
}}

Revision as of 09:19, 4 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηβᾰρικός Medium diacritics: καρηβαρικός Low diacritics: καρηβαρικός Capitals: ΚΑΡΗΒΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: karēbarikós Transliteration B: karēbarikos Transliteration C: karivarikos Beta Code: karhbariko/s

English (LSJ)

ή, όν, A subject to headache, Hp.Epid.3.17.; τὸ -κόν, = καρηβαρία, Telecl. 47. II causing headache, οἶνος Hp.Acut.50, Arist.Fr.106; νότος Hp.Aph.3.5:—so κᾰρηβᾰρ-ίτης [ῑ], ου, ὁ, οἶνος Sch.Ar.Pl.808.

German (Pape)

[Seite 1327] ή, όν, Kopfschmerz verursachend; οἶνος Hippocr. bei Ath. II, 45 f; νότοι S. Emp. adv. mus. 49; – καρηβαρικὸν πάθος, Kopfschmerz, Teleclid. Poll. 2, 41.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρηβαρικός -ή -όν καρηβαρής hoofdpijn veroorzakend:. ὁ μὲν γλυκὺς ἧσσον ἐστι καρηβαρικός de zoete wijn veroorzaakt minder hoofdpijn Hp. Acut. 50. met zwaar hoofd, met hoofdpijn. Hp.

Russian (Dvoretsky)

καρηβᾰρικός: ударяющий в голову, пьянящий (ὁ κρίθινος οἶνος Arst.).

Greek Monolingual

καρηβαρικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει πονοκέφαλο
2. αυτός που επιφέρει πονοκέφαλο
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρηβαρικόν
η καρηβαρία, ο πονοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρηβαρής ή < καρηβαρία].