λωτοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lototrofos | |Transliteration C=lototrofos | ||
|Beta Code=lwtotro/fos | |Beta Code=lwtotro/fos | ||
|Definition=ον, ( | |Definition=ον, (λωτός ''1'') [[producing lotus]], λεῖμαξ <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1571</span> (anap.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 03:35, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, (λωτός 1) producing lotus, λεῖμαξ E.Ph.1571 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
λωτοτρόφος: -ον, (λωτὸς Ι) παράγων λωτόν, λεῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1571.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit des fleurs, fleuri.
Étymologie: λωτός, τρέφω.
Greek Monolingual
λωτοτρόφος, -ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που είναι εύφορος σε λωτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -τρόφος (< τρέφω)].
Greek Monotonic
λωτοτρόφος: -ον (λωτός I), αυτός που παράγει λωτό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λωτοτρόφος: поросший лотосами, цветущий (λεῖμαξ Eur.).