ὑπεραχθής: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1191.png Seite 1191]] ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1191.png Seite 1191]] ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />chargé outre mesure, surchargé, accablé.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄχθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεραχθής''': -ές, [[λίαν]] πεφορτωμένος. καθ’ ὑπερβολὴν βεβαρημένος, Θεόκρ. 11. 37, Νικ. Θηρ. 342, κλπ.
|lstext='''ὑπεραχθής''': -ές, [[λίαν]] πεφορτωμένος. καθ’ ὑπερβολὴν βεβαρημένος, Θεόκρ. 11. 37, Νικ. Θηρ. 342, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />chargé outre mesure, surchargé, accablé.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄχθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:18, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραχθής Medium diacritics: ὑπεραχθής Low diacritics: υπεραχθής Capitals: ΥΠΕΡΑΧΘΗΣ
Transliteration A: hyperachthḗs Transliteration B: hyperachthēs Transliteration C: yperachthis Beta Code: u(peraxqh/s

English (LSJ)

ές, A overburdened, Theoc.11.37. II very heavy, φόρτος Nic.Th.342; πτερύγων ῥιπή Opp.H.5.263.

German (Pape)

[Seite 1191] ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chargé outre mesure, surchargé, accablé.
Étymologie: ὑπέρ, ἄχθος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραχθής: -ές, λίαν πεφορτωμένος. καθ’ ὑπερβολὴν βεβαρημένος, Θεόκρ. 11. 37, Νικ. Θηρ. 342, κλπ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. βαρυφορτωμένος
2. πολύ βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπ-αχθής, κατ-αχθής].

Greek Monotonic

ὑπεραχθής: -ές (ἄχθος), παραφορτωμένος, πολύ επιβαρυμένος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραχθής: перегруженный, переполненный (ταρσοί Theocr.).

Middle Liddell

ὑπερ-αχθής, ές ἄχθος
overburdened, Theocr.