ὑσγινοβαφής: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ysginovafis | |Transliteration C=ysginovafis | ||
|Beta Code=u(sginobafh/s | |Beta Code=u(sginobafh/s | ||
|Definition=ές, (βάπτω) | |Definition=ές, (βάπτω) [[dipped]] or [[dyed in]] [[ὕσγινον]], i.e. [[scarlet]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.13</span>, <span class="bibl">Clearch.25</span>: τὰ ὑ. [[scarlet cloths]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span>14</span>, <span class="bibl">Ath.12.539e</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:10, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, (βάπτω) dipped or dyed in ὕσγινον, i.e. scarlet, X.Cyr.8.3.13, Clearch.25: τὰ ὑ. scarlet cloths, Luc.Gall.14, Ath.12.539e.
Greek (Liddell-Scott)
ὑσγῑνοβᾰφής: -ές, (βάπτω) βεβαμμένον εἰς βάμμα ὕσγινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ὕσγινα, δηλ. ἱμάτια, Ἀθήν. 539Ε, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
teint en rouge écarlate ; τὰ ὑσγινοβαφῆ vêtements d’écarlate.
Étymologie: ὕσγινον, βάπτω.
Greek Monolingual
-ές / ὑσγινοβαφής, -ές, ΝΜΑ
1. βαμμένος με ύσγινο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «είδος φυτικής βαφής» + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο-βαφής].
Greek Monotonic
ὑσγῑνοβᾰφής: -ές, πορφυροβαμμένος, άλικος, κατακόκκινος, σε Ξεν., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑσγῑνοβᾰφής: окрашенный в пурпур, пурпурный (ἀναξυρίδες Xen.).