φιλάμπελος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] den Weinstock liebend, reich an Weinstöcken; φιλαμπελωτάτη [[θεός]] Ar. Pax 308; sp. D., wie Nonn. D. 12, 42; χωρία D. Hal. 1, 37.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1274.png Seite 1274]] den Weinstock liebend, reich an Weinstöcken; φιλαμπελωτάτη [[θεός]] Ar. Pax 308; sp. D., wie Nonn. D. 12, 42; χωρία D. Hal. 1, 37.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime la vigne;<br /><b>2</b> riche en vignes.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἄμπελος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φιλάμπελος''': -ον, ὁ φιλῶν τὴν ἄμπελον, τὴν θεῶν πασῶν μεγίστην καὶ φιλαμπελωτάτην Ἀριστοφ. Εἰρ. 308. ΙΙ. ὁ περιέχων ἀφθόνους ἀμπέλους ἢ ἀμπελῶνας, Διον. Ἁλ. 1. 37.
|lstext='''φιλάμπελος''': -ον, ὁ φιλῶν τὴν ἄμπελον, τὴν θεῶν πασῶν μεγίστην καὶ φιλαμπελωτάτην Ἀριστοφ. Εἰρ. 308. ΙΙ. ὁ περιέχων ἀφθόνους ἀμπέλους ἢ ἀμπελῶνας, Διον. Ἁλ. 1. 37.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui aime la vigne;<br /><b>2</b> riche en vignes.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἄμπελος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλάμπελος Medium diacritics: φιλάμπελος Low diacritics: φιλάμπελος Capitals: ΦΙΛΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: philámpelos Transliteration B: philampelos Transliteration C: filampelos Beta Code: fila/mpelos

English (LSJ)

ον, A loving the uine, θεῶν φιλαμπελωτάτη Ar.Pax308 (troch.), cf. Nonn.D.12.41. II rich in vineyards, D.H.1.37.

German (Pape)

[Seite 1274] den Weinstock liebend, reich an Weinstöcken; φιλαμπελωτάτη θεός Ar. Pax 308; sp. D., wie Nonn. D. 12, 42; χωρία D. Hal. 1, 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui aime la vigne;
2 riche en vignes.
Étymologie: φίλος, ἄμπελος.

Greek (Liddell-Scott)

φιλάμπελος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν ἄμπελον, τὴν θεῶν πασῶν μεγίστην καὶ φιλαμπελωτάτην Ἀριστοφ. Εἰρ. 308. ΙΙ. ὁ περιέχων ἀφθόνους ἀμπέλους ἢ ἀμπελῶνας, Διον. Ἁλ. 1. 37.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά την άμπελο
αρχ.
(για τόπο) αυτός που έχει πολλά αμπέλια ή αμπελώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄμπελος.

Greek Monotonic

φιλάμπελος: -ον, αυτός που αγαπά το κλήμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φιλάμπελος: любящий виноградную лозу (θεός Arph.).

Middle Liddell

φιλ-άμπελος, ον,
loving the vine, Ar.

English (Woodhouse)

a friend to the vine

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)