συλλήγω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] zugleich beruhigen oder aufhören lassen; auch intrans., zugleich aufhören, συλλήξας ὁλκάδι Iul. Aeg. 46 (VII, 585).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] zugleich beruhigen oder aufhören lassen; auch intrans., zugleich aufhören, συλλήξας ὁλκάδι Iul. Aeg. 46 (VII, 585).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> finir, <i>càd</i> périr avec, τινι;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> se terminer de la même façon, avoir la même désinence.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λήγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συλλήγω''': [[λήγω]], τελευτῶ [[ὁμοῦ]], συντελευτῶ, συγκαταστρέφομαι, εὖ τε τελευτὴν εὕρετο συλλήξας ὁλκάδι καιομένῃ Ἀνθ. Παλατ. 7. 585. ΙΙ. [[λήγω]] κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, συνάρξασθαι καὶ συλλῆξαι Ἀπολλ. π. Συντ. 168. 13.
|lstext='''συλλήγω''': [[λήγω]], τελευτῶ [[ὁμοῦ]], συντελευτῶ, συγκαταστρέφομαι, εὖ τε τελευτὴν εὕρετο συλλήξας ὁλκάδι καιομένῃ Ἀνθ. Παλατ. 7. 585. ΙΙ. [[λήγω]] κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, συνάρξασθαι καὶ συλλῆξαι Ἀπολλ. π. Συντ. 168. 13.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> finir, <i>càd</i> périr avec, τινι;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> se terminer de la même façon, avoir la même désinence.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λήγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:08, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλήγω Medium diacritics: συλλήγω Low diacritics: συλλήγω Capitals: ΣΥΛΛΗΓΩ
Transliteration A: syllḗgō Transliteration B: syllēgō Transliteration C: sylligo Beta Code: sullh/gw

English (LSJ)

A come to an end together, σ. ὁλκάδι καιομένῃ AP7.585 (Jul.), cf. Chor.23.9 F.-R. II have the same termination, A.D. Synt.168.13.

German (Pape)

[Seite 975] zugleich beruhigen oder aufhören lassen; auch intrans., zugleich aufhören, συλλήξας ὁλκάδι Iul. Aeg. 46 (VII, 585).

French (Bailly abrégé)

1 finir, càd périr avec, τινι;
2 t. de gramm. se terminer de la même façon, avoir la même désinence.
Étymologie: σύν, λήγω.

Greek (Liddell-Scott)

συλλήγω: λήγω, τελευτῶ ὁμοῦ, συντελευτῶ, συγκαταστρέφομαι, εὖ τε τελευτὴν εὕρετο συλλήξας ὁλκάδι καιομένῃ Ἀνθ. Παλατ. 7. 585. ΙΙ. λήγω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, συνάρξασθαι καὶ συλλῆξαι Ἀπολλ. π. Συντ. 168. 13.

Greek Monolingual

Α
1. τελειώνω ταυτόχρονα, πεθαίνω ενώ συμβαίνει κάτι
2. γραμμ. έχω την ίδια κατάληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λήγω «τελειώνω»].

Greek Monotonic

συλλήγω: μέλ. -ξω, λήγω, φθάνω στο τέλος από κοινού με κάποιον, τελειώνω μαζί, με δοτ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συλλήγω: вместе кончаться, вместе погибать: συλλήξας ὁλκάδι Anth. погибший вместе с кораблем.

Middle Liddell

fut. ξω
to finish together with, c. dat., Anth.