Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μονόστροφος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόστροφος]], -ον)<br />αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[στροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για έλικα) αυτός που στρέφεται [[προς]] μία [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μονόστροφος]] [[ἅμαξα]]» — [[άμαξα]] με έναν μόνο τροχό, μονότροχη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοστρόφως</i> (ΑΜ)<br />με μία [[στροφή]], σε μία [[στροφή]], [[κατά]] τρόπο μονόστροφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στροφή]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>στροφος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόστροφος]], -ον)<br />αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[στροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για έλικα) αυτός που στρέφεται [[προς]] μία [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μονόστροφος]] [[ἅμαξα]]» — [[άμαξα]] με έναν μόνο τροχό, μονότροχη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοστρόφως</i> (ΑΜ)<br />με μία [[στροφή]], σε μία [[στροφή]], [[κατά]] τρόπο μονόστροφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στροφή]]), [[πρβλ]]. [[πολύστροφος]]].
}}
}}

Revision as of 06:50, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόστροφος Medium diacritics: μονόστροφος Low diacritics: μονόστροφος Capitals: ΜΟΝΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: monóstrophos Transliteration B: monostrophos Transliteration C: monostrofos Beta Code: mono/strofos

English (LSJ)

ον, A consisting of a single strophe, στροφή Sch.Tricl.E.Ph.239. Adv. -φως ibid. II ἅμαξα μ. either a cart with solid wheels, or wheelbarrow, Thphr.HP5.7.6; cf. μονόκυκλος 2. III of one turn, ἕλιξ Speus. ap. Procl.in Euc.pp.180,187 F., Papp.1110.2.

German (Pape)

[Seite 205] aus einer Strophe bestehend, auch adv., Schol. Eur. Phoen. 939; ἅμαξα, ein einrädriger Schubkarren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μονόστροφος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς μόνης στροφῆς. Ἐπίρρ. -φως, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. Εὐρ. ΙΙ. ἅμαξα μ., μονότροχος, ἔχουσα ἕνα μόνον τροχόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6 (Schneid. μονότροχος).

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόστροφος, -ον)
αυτός που αποτελείται από μία μόνο στροφή
αρχ.
1. (για έλικα) αυτός που στρέφεται προς μία κατεύθυνση
2. φρ. «μονόστροφος ἅμαξα» — άμαξα με έναν μόνο τροχό, μονότροχη.
επίρρ...
μονοστρόφως (ΑΜ)
με μία στροφή, σε μία στροφή, κατά τρόπο μονόστροφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στροφος (< στροφή), πρβλ. πολύστροφος].