πόκα: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
m (Text replacement - " :" to ":") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] u. ποκά, dor. statt [[πότε]] u. [[ποτέ]], u. eben so durch die ganze verwandte Reihe: ὅκα, ὁπόκα, [[ὁππόκα]], [[ἄλλοκα]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] u. ποκά, dor. statt [[πότε]] u. [[ποτέ]], u. eben so durch die ganze verwandte Reihe: ὅκα, ὁπόκα, [[ὁππόκα]], [[ἄλλοκα]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>dor. c.</i> [[πότε]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πόκα''': ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ [[πότε]] καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, [[ὁππόκα]], [[ἄλλοκα]]. | |lstext='''πόκα''': ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ [[πότε]] καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, [[ὁππόκα]], [[ἄλλοκα]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ποκά [ᾰ], Dor. for πότε, ποτέ (qq.v.).
German (Pape)
[Seite 653] u. ποκά, dor. statt πότε u. ποτέ, u. eben so durch die ganze verwandte Reihe: ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.
French (Bailly abrégé)
dor. c. πότε.
Greek (Liddell-Scott)
πόκα: ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ πότε καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.
Greek Monolingual
(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. πότε.
(II)
η, Ν
παιχνίδι με χαρτιά που μοιάζει με το πόκερ, με τη διαφορά ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται κλειστά, στην πόκα δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker].
Greek Monotonic
πόκα: ή ποκά[ᾰ], Δωρ. αντί πότε και ποτέ.
Russian (Dvoretsky)
πόκα: adv. дор. = πότε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόκα Dor. voor πότε.