τανυμήκης: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />qui | |btext=ης, ες:<br />qui s'étend en longueur, allongé, élevé, de haute taille.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[μῆκος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:05, 22 August 2022
English (LSJ)
ες, A long-stretched, tall, ἰτέαι AP6.170.
German (Pape)
[Seite 1067] ες, lang gestreckt, schlank, ἰτέαι, Thall. 3 (VI, 170).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνῠμήκης: -ες, ὁ τεταμένος εἰς ὕψος, ὑψηλός, ἰτέαι Ἀνθ. ΙΙ. 6. 170, Χρησμ. Σιβ. 1. 262.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui s'étend en longueur, allongé, élevé, de haute taille.
Étymologie: τανύω, μῆκος.
Greek Monolingual
-ύμηκες, Α
τεταμένος κατά μήκος, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανν- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰσο-μήκης].
Greek Monotonic
τᾰνῠμήκης: -ες (τανύω, μῆκος), εξαιρετικά τεντωμένος, ψηλός, τανυμῆκαι ἰτέαι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνῠμήκης: вытянувшийся, высокий (ἰτέαι Anth.).
Middle Liddell
τᾰνῠ-μήκης, ες τανύω, μῆκος
long-stretched, tall, ἰτέαι Anth.