ἐπολισθάνω: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epolisthano | |Transliteration C=epolisthano | ||
|Beta Code=e)polisqa/nw | |Beta Code=e)polisqa/nw | ||
|Definition= | |Definition=[[slip]] or [[glide upon]], [σανίσιν] <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.29</span>; κυλίνδροις ἐς βυθόν <span class="title">AP</span>10.15.3 (Paul. Sil.): metaph., <b class="b3">ἐ. ἀμπλακίαις</b> ib.5.277 (Agath.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:20, 24 August 2022
English (LSJ)
slip or glide upon, [σανίσιν] J.BJ3.7.29; κυλίνδροις ἐς βυθόν AP10.15.3 (Paul. Sil.): metaph., ἐ. ἀμπλακίαις ib.5.277 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπολισθάνω: μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ἐπί τινος, ἐπὶ πλοίου καθελκυομένου εἰς τὴν θάλασσαν, ἄρτι δὲ δουρατέοισιν ἐπωλίσθησε κυλίνδροις ὁλκὰς ἀπ’ ἠϊόνων ἐς βυθὸν ἑλκομένη Ἀνθ. Π. 10. 15· μεταφ., μήτ’ ἐπολισθήσω μείζοσιν ἀμπλακίαις αὐτόθι 5. 278.
Greek Monolingual
ἐπολισθάνω (Α)
1. γλιστρώ
2. πέφτω σε λάθος, σε παράπτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ολισθάνω «γλιστρώ»].
Greek Monotonic
ἐπολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή ολισθαίνω πάνω σε, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπολισθάνω:
1) соскальзывать, падать (ἐς βυθόν Anth.);
2) перен. впадать (μείζοσιν ἀμπλακίαις Anth.).