μεγαλομέρεια: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0106.png Seite 106]] ἡ, das Bestehen aus großen Theilen, d. i. die Größe, Arist. metaph. 1, 8, 4; später auch [[μεγαλομερία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0106.png Seite 106]] ἡ, das Bestehen aus großen Theilen, d. i. die Größe, Arist. metaph. 1, 8, 4; später auch [[μεγαλομερία]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλομέρεια:''' ἡ [[сложенность из крупных элементов]], [[большие размеры составных частей]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλομέρεια]], ἡ (Α) [[μεγαλομερής]]<br /><b>1.</b> το να αποτελείται [[κάτι]] από μεγάλο [[μέγεθος]] [[μερών]]<br /><b>2.</b> μεγάλο [[μέγεθος]]<br /><b>3.</b> [[μεγαλοδωρία]], [[γενναιοδωρία]].
|mltxt=[[μεγαλομέρεια]], ἡ (Α) [[μεγαλομερής]]<br /><b>1.</b> το να αποτελείται [[κάτι]] από μεγάλο [[μέγεθος]] [[μερών]]<br /><b>2.</b> μεγάλο [[μέγεθος]]<br /><b>3.</b> [[μεγαλοδωρία]], [[γενναιοδωρία]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλομέρεια:''' ἡ [[сложенность из крупных элементов]], [[большие размеры составных частей]] Arst.
}}
}}

Revision as of 14:21, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλομέρεια Medium diacritics: μεγαλομέρεια Low diacritics: μεγαλομέρεια Capitals: ΜΕΓΑΛΟΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: megaloméreia Transliteration B: megalomereia Transliteration C: megalomereia Beta Code: megalome/reia

English (LSJ)

ἡ, A largeness of parts, opp. μικρομέρεια, Arist.Metaph.989a6, Thphr.Ign.45. II generally, largeness of scale, great size, μ. καὶ δύναμις Plb.1.26.9; τόπου IG9(2).1109.77 (Coropa). III lavishness, munificence, OGI 168.58 (Syene, ii B. C.), Sammelb.4321.4 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, das Bestehen aus großen Theilen, d. i. die Größe, Arist. metaph. 1, 8, 4; später auch μεγαλομερία.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλομέρεια:сложенность из крупных элементов, большие размеры составных частей Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλομέρεια: ἡ, μέγεθος μερῶν, ἀντίθετ. τῷ μικρομέρεια, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 4, Θεοφρ. π. Πυρ. 45· φέρεται δὲ μεγαμερία ἐν Πολυβ. 1. 26, 9.

Greek Monolingual

μεγαλομέρεια, ἡ (Α) μεγαλομερής
1. το να αποτελείται κάτι από μεγάλο μέγεθος μερών
2. μεγάλο μέγεθος
3. μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία.