ἐγκεντρισμός: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐγκεντρισμός:''' ὁ [[прививка]] (ὁμοίων δένδρων εἰς [[ὅμοια]] Arst.). | |elrutext='''ἐγκεντρισμός:''' ὁ [[прививка]] (ὁμοίων δένδρων εἰς [[ὅμοια]] Arst.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>das [[Pfropfen]] der [[Bäume]], Geop</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:09, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, = ἐγκέντρισις (inoculation, grafting of trees), Gp. 4.12.2, PSI 6.624.20.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 bot. injerto, injerto de púa περὶ ἐγκεντρισμοῦ ἐλαιῶν Gp.9.16 tít., τὸ ξυλῶδες σχίσαντες ἐμβάλλουσι τὰ ἐνθέματα. καλεῖται δὲ οὗτος ὁ τρόπος ἐ. Gp.10.75.5, cf. 4.12.2, Mich.in PN 105.8
•fig. ref. la conversión de fe crist., Iren.Lugd.Fr.Jena 10.2, Clem.Al.Strom.6.15.119, PRyl.471.3 (V d.C.), ref. al alma φυτὸν οὐράνιον, ἐγκεντρισμὸν ἀλλότριον οὐ δεξάμενον Synes.Prouid.1.10 (p.85).
2 acción de instigar, incitación, Gloss.2.283.
Greek Monolingual
ο (AM ἐγκεντρισμός)
η εγκέντριση
μσν.- νεοελλ.
η ένωση δύο φυτών ή τμημάτων τους, εμβολιασμός.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκεντρισμός: ὁ прививка (ὁμοίων δένδρων εἰς ὅμοια Arst.).