βούλαρχος: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />auteur | |btext=ου (ὁ) :<br />auteur d'un avis ; <i>postér.</i> président du Sénat.<br />'''Étymologie:''' [[βουλή]], [[ἄρχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:17, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A president of the senate, as at Thyateira, IGRom.4.1230; at Amorgos, IG12(7).287, cf.Milet.3.230, 7.70. II adviser of a plan, A.Supp.11,970.
German (Pape)
[Seite 457] ὁ, der Erste im Rathe, Inscr. – Urheber des Rathes, Aesch. Suppl. 11. 948.
Greek (Liddell-Scott)
βούλαρχος: ὁ, ὁ πρόεδρος τῆς βουλῆς ἐν Θυατείρoiς, Συλλ. Ἐπιγρ. 3494· ἐν Ἀμοργῷ, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. (προσθῆκ.) 277α. Ἴδε Λεξικὸν ἀθησ. λέξ. Κουμανούδ. ΙΙ. ὁ τὴν πρωτοβουλίαν ἔχων ἔν τινι σχεδίῳ, Λατ. auctor consilii, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 12, 969.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
auteur d'un avis ; postér. président du Sénat.
Étymologie: βουλή, ἄρχω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 consejero, mentor Δαναὸς ... πατὴρ καὶ βούλαρχος A.Supp.11, cf. 970.
2 presidente del senado local TAM 5.950.6 (Tiatira II d.C.), IEphesos 1061.4, 645.11, 928.4 (todas II d.C.), 1080A.2 (III d.C.), IG 12(7).271.11, 287.6 (Amorgos III d.C.), Didyma 84.11 (II d.C.), 156.7 (III d.C.), 278.4, Milet 1(3).121.3 (II/III d.C.), IPr.246.21 (III d.C.).
Greek Monolingual
βούλαρχος, ο (Α)
1. ο εισηγητής κάποιου σχεδίου στη Βουλή ή στον λαό
2. ο πρόεδρος της Βουλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλή + -αρχος].
Greek Monotonic
βούλαρχος: ὁ,
I. πρόεδρος της Βουλής.
II. εισηγητής ενός σχεδίου, Λατ. auctor consilii, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βούλαρχος: ὁ податель совета, вдохновитель Aesch.
Middle Liddell
I. chief of the senate.
II. adviser of a plan, Lat. auctor consilii, Aesch.