διαπληκτισμός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diapliktismos | |Transliteration C=diapliktismos | ||
|Beta Code=diaplhktismo/s | |Beta Code=diaplhktismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[sparring]], [[disputing]], [[wrangling]], πρὸς Σωκράτην περί τινος Plu.2.710c(pl.); δ. τε καὶ ὀργαί <span class="bibl">Porph. <span class="title">Marc.</span>2</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, sparring, disputing, wrangling, πρὸς Σωκράτην περί τινος Plu.2.710c(pl.); δ. τε καὶ ὀργαί Porph. Marc.2.
German (Pape)
[Seite 596] ὁ, Streit, Neckerei, πρὸς τὸν Σωκράτη Plut. Sympos. 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
διαπληκτισμός: ὁ, ἔρις, μάχη, πρός τινα Πλούτ. 2. 710C.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
disputa, riña πρὸς Σωκράτην ... περὶ Ἀγάθωνος Plu.2.710c, δ. τε καὶ ὀργαί Porph.Marc.2, πρὸς τοὺς γείτονας Basil.Ep.2.2, πρὸς τὸν ἀδελφόν Mac.Aeg.Serm.B 48.3.5, cf. Sch.E.Ph.43.
Greek Monolingual
ο (Α διαπληκτισμός) διαπληκτίζομαι
1. ανταλλαγή ύβρεων ή γρονθοκοπημάτων
2. διαμάχη, προστριβή.
Russian (Dvoretsky)
διαπληκτισμός: ὁ столкновение, стычка, спор (πρός τινα περί τινος Plut.).