столкновение
From LSJ
Russian > Greek
ἀπάντησις, σύμπτωσις, ἀντίκρουσις, συμβολή, φύλοπις, ἀγώνισμα, σύγκρουσις, διαπληκτισμός, σύρραγμα, κροῦσις, ἀλληλοτυπία, διωθισμός, ἔκτριψις, συγκρουσμός, συμπληγάς, σύμπληξις, σύρραξις, ἁψιμαχία, ὠθισμός, παρατριβή, κοπή, σύστασις, σύνοδος