μαζίσκη: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=mazi/skh | |Beta Code=mazi/skh | ||
|Definition=ἡ, = [[μαζίον]], [[barley-scone]], Ar. ''Eq.'' 1105, 1166. | |Definition=ἡ, = [[μαζίον]], [[barley-scone]], Ar. ''Eq.'' 1105, 1166. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />galette d'orge.<br />'''Étymologie:''' [[μᾶζα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαζίσκη''': ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[μᾶζα]], μικρὸν ζυμαρικὸν ἐκ κριθίνου ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1105, 1166. | |lstext='''μαζίσκη''': ἡ, ὑποκορ. τοῦ [[μᾶζα]], μικρὸν ζυμαρικὸν ἐκ κριθίνου ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1105, 1166. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:38, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, = μαζίον, barley-scone, Ar. Eq. 1105, 1166.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
galette d'orge.
Étymologie: μᾶζα.
Greek (Liddell-Scott)
μαζίσκη: ἡ, ὑποκορ. τοῦ μᾶζα, μικρὸν ζυμαρικὸν ἐκ κριθίνου ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1105, 1166.
Greek Monolingual
μαζίσκη, ἡ (ΑM) μᾱζα
μσν.
μικρή μάζα, μικρός σβώλος
αρχ.
μικρό ζυμαρικό από κριθαρένιο αλεύρι.
Greek Monotonic
μαζίσκη: ἡ, υποκορ. του μᾶζα, γλύκισμα από κριθάρι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μαζίσκη: ἡ лепешка Arph.