παρασκευαστής: Difference between revisions
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] ὁ, der vorbereitet, macht; ἐπιθυμιῶν, Plat. Gorg. 518 c; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] ὁ, der vorbereitet, macht; ἐπιθυμιῶν, Plat. Gorg. 518 c; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui prépare : ministre, serviteur.<br />'''Étymologie:''' [[παρασκευάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρασκευαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων, παρέχων τι, τινος Πλάτ. Γοργ. 518C, κτλ. | |lstext='''παρασκευαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων, παρέχων τι, τινος Πλάτ. Γοργ. 518C, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:04, 2 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, provider, ἐπιθυμιῶν ib.518c.
German (Pape)
[Seite 498] ὁ, der vorbereitet, macht; ἐπιθυμιῶν, Plat. Gorg. 518 c; Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui prépare : ministre, serviteur.
Étymologie: παρασκευάζω.
Greek (Liddell-Scott)
παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων, παρέχων τι, τινος Πλάτ. Γοργ. 518C, κτλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
θηλ. -στρια, Ν παρασκευάζω
αυτός που παρασκευάζει κάτι
νεοελλ.
βαθμός του βοηθητικού προσωπικού του πανεπιστημίου, βοηθός καθηγητή ο οποίος ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια.
Greek Monotonic
παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, τροφοδότης, προμηθευτής, τινος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
παρασκευαστής: οῦ ὁ готовящий, обеспечивающий, поставщик: ἐπιθυμιῶν παρασκευασταὶ ἄνθρωποι Plat. люди, обслуживающие физические потребности (о булочниках, поварах и т. п.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασκευαστής -οῦ [παρασκευάζω] leverancier.
Middle Liddell
παρασκευαστής, οῦ, ὁ, [from παρασκευάζω
a provider, τινος Plat.