προεξέχω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proeksecho | |Transliteration C=proeksecho | ||
|Beta Code=proece/xw | |Beta Code=proece/xw | ||
|Definition=[[project from]], τοῦ αἰγιαλοῦ | |Definition=[[project from]], τοῦ αἰγιαλοῦ Agath.5.22. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:30, 25 August 2023
English (LSJ)
project from, τοῦ αἰγιαλοῦ Agath.5.22.
Greek (Liddell-Scott)
προεξέχω: ἐξέχω, τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Ἀγαθ. 327, 16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ἐξέχω
εξέχω προς τα εμπρός, προέχω (α. «η στέγη δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον μέρος καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.
γ. «τὸ τοῦ αἰγιαλοῦ προεξέχον», Αγαθ.)
αρχ.
υπερέχω, διακρίνομαι.