περιβιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=peribia/zomai
|Beta Code=peribia/zomai
|Definition=[[use great force]], <span class="bibl">Aesop.103</span>: c. acc., [[do violence to]], τὴν φύσιν Gal.17(2).177.
|Definition=[[use great force]], <span class="bibl">Aesop.103</span>: c. acc., [[do violence to]], τὴν φύσιν Gal.17(2).177.
}}
{{bailly
|btext=déployer une grande force.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], βιάζομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιβιάζομαι''': ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, [[ἐπειδὴ]] δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm.
|lstext='''περιβιάζομαι''': ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, [[ἐπειδὴ]] δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm.
}}
{{bailly
|btext=déployer une grande force.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], βιάζομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβῐάζομαι Medium diacritics: περιβιάζομαι Low diacritics: περιβιάζομαι Capitals: ΠΕΡΙΒΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: peribiázomai Transliteration B: peribiazomai Transliteration C: periviazomai Beta Code: peribia/zomai

English (LSJ)

use great force, Aesop.103: c. acc., do violence to, τὴν φύσιν Gal.17(2).177.

French (Bailly abrégé)

déployer une grande force.
Étymologie: περί, βιάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περιβιάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, ἐπειδὴ δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm.

Greek Monolingual

Α
1. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεταχειρίζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω κάτι
2. χρησιμοποιώ μεγάλη δύναμη, μεταχειρίζομαι βία εναντίον ενός προσώπου ή πράγματος, παραβιάζω («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βιάζω / -ομαι (< βία)].

Russian (Dvoretsky)

περιβιάζομαι: напрягать все силы Aesop.