περιθαρσής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αυτοπεποίθηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- -<i>θαρσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]]), | |mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αυτοπεποίθηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- -<i>θαρσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]]), [[πρβλ]]. [[ευθαρσής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:13, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, very confident, A.R.1.152,195.
German (Pape)
[Seite 576] ές, sehr muthig, περιθαρσέες ἀλκῇ, Ap. Rh. 1, 152. 195.
Greek (Liddell-Scott)
περιθαρσής: -ές, λίαν θαρραλέος, εὐθαρσής, ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 152, 195· - θαρσήεις, εσσα, εν, Ἀπολλιν. Ψαλμ. σ. 223.· καὶ -θάρσῡνος, ον, αὐτόθι σ. 189.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. ευθαρσής].