πηρομελής: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] ές, an den Gliedern gelähmt, verstümmelt, D. L. 5, 40, im Ggstz von [[ἄπηρος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0611.png Seite 611]] ές, an den Gliedern gelähmt, verstümmelt, D. L. 5, 40, im Ggstz von [[ἄπηρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πηρομελής:''' [[увечный]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πηρομέλεια, [[δυσμορφία]] ενός μέλους του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηρός]] «[[ανάπηρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[μελής]], <i>περισσο</i>-[[μελής]]].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πηρομέλεια, [[δυσμορφία]] ενός μέλους του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηρός]] «[[ανάπηρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[μελής]], <i>περισσο</i>-[[μελής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πηρομελής:''' [[увечный]] Diog. L.
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηρομελής Medium diacritics: πηρομελής Low diacritics: πηρομελής Capitals: ΠΗΡΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: pēromelḗs Transliteration B: pēromelēs Transliteration C: piromelis Beta Code: phromelh/s

English (LSJ)

ές, disabled in the limbs, maimed, Epigr. ap. D.L.5.40.

German (Pape)

[Seite 611] ές, an den Gliedern gelähmt, verstümmelt, D. L. 5, 40, im Ggstz von ἄπηρος.

Russian (Dvoretsky)

πηρομελής: увечный Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πηρομελής: -ές, ὁ ἔχων τὰ μέλη πεπληρωμένα, βεβλαμμένος, ἠκρωτηριασμένος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 40.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει πηρομέλεια, δυσμορφία ενός μέλους του σώματος
αρχ.
αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + -μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο-μελής, περισσο-μελής].