ποδότης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ποδότης:''' ητος ἡ обладание ногами, наличие ног: π. [[δισχιδής]] Arst. парнокопытность. | |elrutext='''ποδότης:''' ητος ἡ [[обладание ногами]], [[наличие ног]]: π. [[δισχιδής]] Arst. парнокопытность. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:03, 13 September 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, (πούς) footedness, Arist.PA642b28, Metaph.1038a15.
German (Pape)
[Seite 643] ητος, ἡ, das Füßehaben, die Besußung, Arist. part. anim. 1, 3 (p. 642, 28), wie πτερότης gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
ποδότης: -ητος, ἡ, (ποὺς) ἡ ἰδιότης τοῦ ἔχειν πόδας, ὡς τὸ πτερότης, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 8.
Greek Monolingual
(I)
-ητος, ἡ, Α πους, ποδός]]
η ιδιότητα ανθρώπων και ζώων να έχουν πόδια.
(II)
ο, ΝΜ
ναύκληρος, λοοτρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποδότης (< ἀποδίδωμι), με σίγηση του αρκτικού α-].
Russian (Dvoretsky)
ποδότης: ητος ἡ обладание ногами, наличие ног: π. δισχιδής Arst. парнокопытность.