πολυήθης: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ύηθες, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που αλλάζει [[συνεχώς]] χαρακτηριστικά<br /><b>2.</b> αυτός που αλλάζει εύκολα [[γνώμη]], ιδέες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]], <i>τὸ</i> «[[συνήθεια]], [[χαρακτήρας]]»), | |mltxt=-ύηθες, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που αλλάζει [[συνεχώς]] χαρακτηριστικά<br /><b>2.</b> αυτός που αλλάζει εύκολα [[γνώμη]], ιδέες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]], <i>τὸ</i> «[[συνήθεια]], [[χαρακτήρας]]»), [[πρβλ]]. [[ευήθης]], [[κακοήθης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 9 May 2023
English (LSJ)
ες, taking many characters, versatile, Eust.1381.41.
German (Pape)
[Seite 662] ες, viele Charaktere annehmend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πολυήθης: -ες, ὁ πολλοὺς χαρακτῆρας λαμβάνων, πολύτροπος, Εὐστ. 1381. 41.
Greek Monolingual
-ύηθες, Μ
1. αυτός που αλλάζει συνεχώς χαρακτηριστικά
2. αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη, ιδέες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηθής (< ἦθος, τὸ «συνήθεια, χαρακτήρας»), πρβλ. ευήθης, κακοήθης].