πολυήθης: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ύηθες, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που αλλάζει [[συνεχώς]] χαρακτηριστικά<br /><b>2.</b> αυτός που αλλάζει εύκολα [[γνώμη]], ιδέες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]], <i>τὸ</i> «[[συνήθεια]], [[χαρακτήρας]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>ήθης</i>, <i>κακο</i>-<i>ήθης</i>].
|mltxt=-ύηθες, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που αλλάζει [[συνεχώς]] χαρακτηριστικά<br /><b>2.</b> αυτός που αλλάζει εύκολα [[γνώμη]], ιδέες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]], <i>τὸ</i> «[[συνήθεια]], [[χαρακτήρας]]»), [[πρβλ]]. [[ευήθης]], [[κακοήθης]]].
}}
}}

Revision as of 16:50, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυήθης Medium diacritics: πολυήθης Low diacritics: πολυήθης Capitals: ΠΟΛΥΗΘΗΣ
Transliteration A: polyḗthēs Transliteration B: polyēthēs Transliteration C: polyithis Beta Code: poluh/qhs

English (LSJ)

ες, taking many characters, versatile, Eust.1381.41.

German (Pape)

[Seite 662] ες, viele Charaktere annehmend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πολυήθης: -ες, ὁ πολλοὺς χαρακτῆρας λαμβάνων, πολύτροπος, Εὐστ. 1381. 41.

Greek Monolingual

-ύηθες, Μ
1. αυτός που αλλάζει συνεχώς χαρακτηριστικά
2. αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη, ιδέες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηθής (< ἦθος, τὸ «συνήθεια, χαρακτήρας»), πρβλ. ευήθης, κακοήθης].