πολύφυλος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφυλος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] φύλα, από πολλές φυλές<br /><b>2.</b> (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φῦλον]]), | |mltxt=-η, -ο / [[πολύφυλος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] φύλα, από πολλές φυλές<br /><b>2.</b> (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φῦλον]]), [[πρβλ]]. [[αλλόφυλος]], [[ομόφυλος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 9 May 2023
English (LSJ)
ον, consisting of many tribes, θνητοί Orph.H.62.3; epithet of Egypt, Timo 12.
German (Pape)
[Seite 676] von vielen Stämmen, Geschlechtern; Timon bei Ath. I, 22 d; Orph. H. 60, 2. 61, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφῡλος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν φύλων ἢ φυλῶν συνιστάμενος, θνητοὶ Ὀρφ. Ὕμν. 60. 2· ὡς ἐπίθ. τῆς Αἰγύπτου, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύφυλος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από πολλά φύλα, από πολλές φυλές
2. (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλόφυλος, ομόφυλος].