Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] viel essend; Hippocr.; Ath. X, 415 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] viel essend; Hippocr.; Ath. X, 415 c.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυφάγος:''' (ᾰ) прожорливый Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[πολυφάγος]], -ον, ΝΑ, και πολύφαγος, -η, -ο, Ν, ιων. τ. [[πολυφάγος]], -ον, Α<br />αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο [[πρέπει]], [[αδηφάγος]], [[πολυφαγάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο <i>πολύφαγος</i><br /><b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] μαστιγομυκήτων που ανήκει στην [[τάξη]] χυτριδιώδη και περιλαμβάνει 10 είδη υδρόβιων μυκήτων τα οποία [[είναι]] παράσιτα φυκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), [[πρβλ]]. [[ολιγοφάγος]]. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polyphagus</i>].
|mltxt=-ο / [[πολυφάγος]], -ον, ΝΑ, και πολύφαγος, -η, -ο, Ν, ιων. τ. [[πολυφάγος]], -ον, Α<br />αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο [[πρέπει]], [[αδηφάγος]], [[πολυφαγάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο <i>πολύφαγος</i><br /><b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] μαστιγομυκήτων που ανήκει στην [[τάξη]] χυτριδιώδη και περιλαμβάνει 10 είδη υδρόβιων μυκήτων τα οποία [[είναι]] παράσιτα φυκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), [[πρβλ]]. [[ολιγοφάγος]]. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polyphagus</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυφάγος:''' (ᾰ) прожорливый Arst.
}}
}}

Revision as of 15:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφάγος Medium diacritics: πολυφάγος Low diacritics: πολυφάγος Capitals: ΠΟΛΥΦΑΓΟΣ
Transliteration A: polyphágos Transliteration B: polyphagos Transliteration C: polyfagos Beta Code: polufa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], Ion. πουλ-, ον, eating to excess, Hp.Vict.2.49, Arist.Fr. 520.

German (Pape)

[Seite 675] viel essend; Hippocr.; Ath. X, 415 c.

Russian (Dvoretsky)

πολυφάγος: (ᾰ) прожорливый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων εἰς ὑπερβολήν, Ἱππ. 358. 19, Ἀριστ. Ἀποσπ. 477. ― Ἰδὲ Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.

Greek Monolingual

-ο / πολυφάγος, -ον, ΝΑ, και πολύφαγος, -η, -ο, Ν, ιων. τ. πολυφάγος, -ον, Α
αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο πρέπει, αδηφάγος, πολυφαγάς
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύφαγος
(μυκητ.) γένος μαστιγομυκήτων που ανήκει στην τάξη χυτριδιώδη και περιλαμβάνει 10 είδη υδρόβιων μυκήτων τα οποία είναι παράσιτα φυκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. ολιγοφάγος. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyphagus].