πολύθεστος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> πολύ [[επιθυμητός]], [[πολυαγαπημένος]] («[[τέκνον]] πολύθεστε τοκεῦσι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> πολύ τιμημένος, [[πολύσεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θεστος</i>, ρηματ. επίθ. που απαντά μόνο εν συνθέσει <span style="color: red;"><</span> [[θέσσασθαι]] «[[εύχομαι]], [[ζητώ]] με [[προσευχή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>θεστος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> πολύ [[επιθυμητός]], [[πολυαγαπημένος]] («[[τέκνον]] πολύθεστε τοκεῦσι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> πολύ τιμημένος, [[πολύσεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θεστος</i>, ρηματ. επίθ. που απαντά μόνο εν συνθέσει <span style="color: red;"><</span> [[θέσσασθαι]] «[[εύχομαι]], [[ζητώ]] με [[προσευχή]]» ([[πρβλ]]. [[άθεστος]])].
}}
}}

Revision as of 16:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύθεστος Medium diacritics: πολύθεστος Low diacritics: πολύθεστος Capitals: ΠΟΛΥΘΕΣΤΟΣ
Transliteration A: polýthestos Transliteration B: polythestos Transliteration C: polythestos Beta Code: polu/qestos

English (LSJ)

ον, muchdesired, τοκεῦσι Call.Cer.48.

German (Pape)

[Seite 663] viel od. sehr gewünscht, Callim. Cer. 48.

Greek (Liddell-Scott)

πολύθεστος: -ον, ὁ πολὺ ἐπιθυμητός, πολυπόθητος, Καλλ. εἰς Δήμ, 48· πρβλ. ἀπόθεστος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολύθεστος· πολυαγάπητος. πολύσεπτος».

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. πολύ επιθυμητός, πολυαγαπημένοςτέκνον πολύθεστε τοκεῦσι», Καλλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) πολύ τιμημένος, πολύσεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θεστος, ρηματ. επίθ. που απαντά μόνο εν συνθέσει < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή» (πρβλ. άθεστος)].