πριονώδης: Difference between revisions
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0702.png Seite 702]] ες, = [[πριονοειδής]]; Mel. 111 (VII, 196), wo aber ι kurz gebraucht ist; Theophr. u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0702.png Seite 702]] ες, = [[πριονοειδής]]; Mel. 111 (VII, 196), wo aber ι kurz gebraucht ist; Theophr. u. A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br /><i>c.</i> [[πριονοειδής]].<br />'''Étymologie:''' [[πρίων]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρῑονώδης''': -ες, = [[πριονοειδής]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. [[πρίων]]]. | |lstext='''πρῑονώδης''': -ες, = [[πριονοειδής]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. [[πρίων]]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:36, 2 October 2022
English (LSJ)
ες, like a saw, serrated, Thphr.HP1.10.5; κῶλα AP 7.196 (Mel.); σχήματα Clytus 1; in form πρῑονοειδής, Gal.2.737. Adv. -δῶς Dsc.1.108, al. [ῐ in APl.c.]
German (Pape)
[Seite 702] ες, = πριονοειδής; Mel. 111 (VII, 196), wo aber ι kurz gebraucht ist; Theophr. u. A.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
c. πριονοειδής.
Étymologie: πρίων, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
πρῑονώδης: -ες, = πριονοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. πρίων].
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πρίων, -ονος)
πριονοειδής, πριονωτός («τόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῖς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.).
επίρρ...
πριονωδῶς Α
με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά.
Greek Monotonic
πριονώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πριόνι, σε Ανθ. (ῐ, χάριν μέτρου).
Russian (Dvoretsky)
πρῐονώδης: (ῐ) пилообразный, зазубренный (κῶλα, sc. τέττιγος Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πριονώδης -ες [1. πρίων, εἶδος] getand als een zaag, met zaagtanden.
Middle Liddell
πριον-ώδης, ες εἶδος
like a saw, Anth. [ῐ, metri grat.]