πριονώδης: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0702.png Seite 702]] ες, = [[πριονοειδής]]; Mel. 111 (VII, 196), wo aber ι kurz gebraucht ist; Theophr. u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0702.png Seite 702]] ες, = [[πριονοειδής]]; Mel. 111 (VII, 196), wo aber ι kurz gebraucht ist; Theophr. u. A.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><i>c.</i> [[πριονοειδής]].<br />'''Étymologie:''' [[πρίων]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρῑονώδης''': -ες, = [[πριονοειδής]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. [[πρίων]]].
|lstext='''πρῑονώδης''': -ες, = [[πριονοειδής]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. [[πρίων]]].
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><i>c.</i> [[πριονοειδής]].<br />'''Étymologie:''' [[πρίων]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:36, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρῑονώδης Medium diacritics: πριονώδης Low diacritics: πριονώδης Capitals: ΠΡΙΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: prionṓdēs Transliteration B: prionōdēs Transliteration C: prionodis Beta Code: prionw/dhs

English (LSJ)

ες, like a saw, serrated, Thphr.HP1.10.5; κῶλα AP 7.196 (Mel.); σχήματα Clytus 1; in form πρῑονοειδής, Gal.2.737. Adv. -δῶς Dsc.1.108, al. [ῐ in APl.c.]

German (Pape)

[Seite 702] ες, = πριονοειδής; Mel. 111 (VII, 196), wo aber ι kurz gebraucht ist; Theophr. u. A.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
c. πριονοειδής.
Étymologie: πρίων, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

πρῑονώδης: -ες, = πριονοειδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 5, Ἀνθ. Π. 7. 196, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655Ε. [ὁ Μελέαγρος ἐν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει ῐ, ἴδε ἐν λ. πρίων].

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πρίων, -ονος)
πριονοειδής, πριονωτόςτόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῖς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.).
επίρρ...
πριονωδῶς Α
με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά.

Greek Monotonic

πριονώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πριόνι, σε Ανθ. (, χάριν μέτρου).

Russian (Dvoretsky)

πρῐονώδης: (ῐ) пилообразный, зазубренный (κῶλα, sc. τέττιγος Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πριονώδης -ες [1. πρίων, εἶδος] getand als een zaag, met zaagtanden.

Middle Liddell

πριον-ώδης, ες εἶδος
like a saw, Anth. [ῐ, metri grat.]