πωρίασις: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α<br />[[απόστημα]] τών οστών του οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>πωριῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[πῶρος]] «[[πέτρα]], [[πωρόλιθος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i> δηλωτική ασθένειας (<b>πρβλ.</b> <i>ἀρρωστ</i>-<i>ιῶ</i>, <i>ναυτ</i>-<i>ιῶ</i>].
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α<br />[[απόστημα]] τών οστών του οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>πωριῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[πῶρος]] «[[πέτρα]], [[πωρόλιθος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i> δηλωτική ασθένειας ([[πρβλ]]. [[ἀρρωστιῶ]], [[ναυτιῶ]]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωρίᾱσις Medium diacritics: πωρίασις Low diacritics: πωρίασις Capitals: ΠΩΡΙΑΣΙΣ
Transliteration A: pōríasis Transliteration B: pōriasis Transliteration C: poriasis Beta Code: pwri/asis

English (LSJ)

εως, ἡ, callus on the eyelid, Gal.14.767.

Greek (Liddell-Scott)

πωρίᾱσις: -εως, ἡ, σχηματισμὸς πώρου ἐντὸς τῶν βλεφάρων, Γαλην. τ. 14, σ. 767, 11. Κεφάλ. ις΄ [περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς συνισταμένων παθῶν]. Ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α
απόστημα τών οστών του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. πωριῶ < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κατάλ. -ιῶ δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστιῶ, ναυτιῶ].