πυόρροια: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
 
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[εκροή]] πύου σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («φατνιακή [[πυόρροια]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυορροῶ</i>. Η λ. ως νεοελλ. [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pyorrhea</i>].
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[εκροή]] πύου σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («φατνιακή [[πυόρροια]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυορροῶ</i>. Η λ. ως νεοελλ. [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pyorrhea</i>].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ἡ, <i>[[Eiterfluß]]</i>, Medic.
}}
}}

Latest revision as of 16:46, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠόρροια Medium diacritics: πυόρροια Low diacritics: πυόρροια Capitals: ΠΥΟΡΡΟΙΑ
Transliteration A: pyórroia Transliteration B: pyorroia Transliteration C: pyorroia Beta Code: puo/rroia

English (LSJ)

ἡ, discharge of matter, Dsc.5.113.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
εκροή πύου σε μεγάλη ποσότητα («φατνιακή πυόρροια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυορροῶ. Η λ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pyorrhea].

German (Pape)

[ῡ], ἡ, Eiterfluß, Medic.