στένος: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0935.png Seite 935]] τό, wie [[στεῖνος]], die [[Enge]] die, Noth. ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει, Aesch. Eum. 495.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0935.png Seite 935]] τό, wie [[στεῖνος]], die [[Enge]] die, Noth. ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει, Aesch. Eum. 495.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />anxiété, détresse.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[στενός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στένος''': -εος, τό, πρβλ. Ἰων. [[στεῖνος]].
|lstext='''στένος''': -εος, τό, πρβλ. Ἰων. [[στεῖνος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />anxiété, détresse.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[στενός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στένος Medium diacritics: στένος Low diacritics: στένος Capitals: ΣΤΕΝΟΣ
Transliteration A: sténos Transliteration B: stenos Transliteration C: stenos Beta Code: ste/nos

English (LSJ)

εος, τό, v. στεῖνος ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 935] τό, wie στεῖνος, die Enge die, Noth. ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει, Aesch. Eum. 495.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
anxiété, détresse.
Étymologie: DELG cf. στενός.

Greek (Liddell-Scott)

στένος: -εος, τό, πρβλ. Ἰων. στεῖνος.

Greek Monolingual

και στεῖνος και στῆνος, -εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. στενό, κλειστό ή περιορισμένο διάστημα χώρου («στεῖνος ὁδοῦ κοίλης», Ομ. Ιλ.)
2. ο ισθμός της Κορίνθου
3. μτφ. στενοχώρια, δυσκολία
4. (μόνον ο τ. στῆνος σε φρ.) «διὰ τὴν τῶν χρημάτων στῆνος» — εξαιτίας της έλλειψης τών χρημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στενός.

Greek Monotonic

στένος: -εος, τό, πρβλ. Ιων. στεῖνος.

Russian (Dvoretsky)

στένος: εος τό стесненное положение, нужда, бедствие (σωφρονεῖν ὑπὸ στένει Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στένος -ου, τό [~ στενός] nauwe ruimte, engte; overdr. benarde positie.

Middle Liddell

στένος, ος, εος, τό, [cf. ionic στεῖνος.]