στρογγυλοειδής: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] ές, rundlich, Schol. Lycophr. 88 u. Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] ές, rundlich, Schol. Lycophr. 88 u. Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />de forme arrondie, rond.<br />'''Étymologie:''' [[στρογγυλός]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρογγῠλοειδής''': -ές, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] στρογγύλον ἢ ὄψιν στρογγύλην, Πλούτ. 2. 1121C. - Ἐπίρρ.-δῶς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 107. | |lstext='''στρογγῠλοειδής''': -ές, ὁ ἔχων [[σχῆμα]] στρογγύλον ἢ ὄψιν στρογγύλην, Πλούτ. 2. 1121C. - Ἐπίρρ.-δῶς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 107. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, of round form, τύπωμα Plu.2.1121c, cf. Dsc.3.54 (interpol.). Adv. -δῶς Alex.Aphr.Pr.1.107, Alex.Trall. 2.
German (Pape)
[Seite 955] ές, rundlich, Schol. Lycophr. 88 u. Plut.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de forme arrondie, rond.
Étymologie: στρογγυλός, εἶδος.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα στρογγύλον ἢ ὄψιν στρογγύλην, Πλούτ. 2. 1121C. - Ἐπίρρ.-δῶς, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 107.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει στρογγυλό σχήμα.
επίρρ...
στρογγυλοειδῶς Α
σε σχήμα στρογγυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
στρογγῠλοειδής: округленный, круглый (στόμιον Plut.).