συνεντείνω: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "μῡς" to "μῦς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τεντώνω]] [[μαζί]] («συνεντείνειν τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῡς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] μεγαλύτερη [[ένταση]] σε [[κάτι]] («ψυχὴ συνεντείνεται σώματι», Μουσών.).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τεντώνω]] [[μαζί]] («συνεντείνειν τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῦς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] μεγαλύτερη [[ένταση]] σε [[κάτι]] («ψυχὴ συνεντείνεται σώματι», Μουσών.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τεντώνω]] [[μαζί]] («συνεντείνειν τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῡς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] μεγαλύτερη [[ένταση]] σε [[κάτι]] («ψυχὴ συνεντείνεται σώματι», Μουσών.).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τεντώνω]] [[μαζί]] («συνεντείνειν τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῦς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] μεγαλύτερη [[ένταση]] σε [[κάτι]] («ψυχὴ συνεντείνεται σώματι», Μουσών.).
}}
}}

Revision as of 11:13, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεντείνω Medium diacritics: συνεντείνω Low diacritics: συνεντείνω Capitals: ΣΥΝΕΝΤΕΙΝΩ
Transliteration A: synenteínō Transliteration B: synenteinō Transliteration C: synenteino Beta Code: sunentei/nw

English (LSJ)

put on the stretch together, τὸ πνεῦμα Sor.1.70b; τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῦς Gal.6.173:—Med., exert oneself also, -ομένης ἅμα τῆς κυούσης Sor. 1.73:—Pass., to be on the stretch together, ψυχὴ σ. σώματι Muson. Fr.11p.58H., cf. Stoic.2.234, Gal.6.177, v.l. for συνεκ- in Placit.4.13.11.

Greek (Liddell-Scott)

συνεντείνω: ἐντείνω ὁμοῦ, παραινετέον αὐταῖς συνεντείνειν τὸ πνεῦμα Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθῶν 88 ἐν τέλει, ἔκδ. Dietz. ― Παθ., ὁμοῦ ἐκτείνομαι, τὴν ψυχὴν συνεντεινομένην τῷ σώματι Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 370. 34.

French (Bailly abrégé)

tendre en même temps, tenir également tendu.
Étymologie: σύν, ἐντείνω.

Greek Monolingual

Α
1. τεντώνω μαζί («συνεντείνειν τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῦς», Γαλ.)
2. μτφ. προσδίδω μεγαλύτερη ένταση σε κάτι («ψυχὴ συνεντείνεται σώματι», Μουσών.).

Greek Monolingual

Α
1. τεντώνω μαζί («συνεντείνειν τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῦς», Γαλ.)
2. μτφ. προσδίδω μεγαλύτερη ένταση σε κάτι («ψυχὴ συνεντείνεται σώματι», Μουσών.).