φερέκακος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1261.png Seite 1261]] Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. [[καρτερικός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1261.png Seite 1261]] Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. [[καρτερικός]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui supporte la fatigue <i>ou</i> la misère.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[κακόν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φερέκᾰκος''': -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, [[φερέπονος]], [[καρτερικός]], τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους [[διαφερόντως]]... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.
|lstext='''φερέκᾰκος''': -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, [[φερέπονος]], [[καρτερικός]], τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους [[διαφερόντως]]... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui supporte la fatigue <i>ou</i> la misère.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[κακόν]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέκᾰκος Medium diacritics: φερέκακος Low diacritics: φερέκακος Capitals: ΦΕΡΕΚΑΚΟΣ
Transliteration A: pherékakos Transliteration B: pherekakos Transliteration C: ferekakos Beta Code: fere/kakos

English (LSJ)

ον, inured to toil or hardship, Plb.3.71.10, 3.79.5.

German (Pape)

[Seite 1261] Unglück, Anstrengung tragend, erduldend, Pol. 3, 71, 10. 79, 5; Suid. erkl. καρτερικός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui supporte la fatigue ou la misère.
Étymologie: φέρω, κακόν.

Greek (Liddell-Scott)

φερέκᾰκος: -ον, ὁ ἀντέχων εἰς τοὺς κόπους, φερέπονος, καρτερικός, τοὺς νομαδικοὺς ἱππεῖς συναγαγών, ὄντας φερεκάκους διαφερόντως... προσέταξε, κλπ. Πολύβ. 3. 71, 10., 3. 79, 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -κακος (< κακός), πρβλ. ἀλεξί-κακος, λυσί-κακος].

Greek Monotonic

φερέκᾰκος: -ον (κακόν), αυτός που αντέχει να μοχθεί ή υποφέρει τις κακουχίες, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

φερέκᾰκος: твердо выносящий трудности, выносливый, стойкий (οἱ Νομαδικοὶ ἱππεῖς Polyb.).

Middle Liddell

φερέ-κᾰκος, ον, κακόν
inured to toil or hardship, Polyb.