φιλοθύτης: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] ὁ, = Folgdm; Ar. Vesp. 82; Antiph. 2 β 12; Sp., wie Plut. Rom. 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1280.png Seite 1280]] ὁ, = Folgdm; Ar. Vesp. 82; Antiph. 2 β 12; Sp., wie Plut. Rom. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[φιλόθυτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοθύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὰς θυσίας, Ἀριστοφ. Σφ. 82, Ἀντιφῶν 117. 34, Πλούτ., κλπ.· φ. περὶ τὸ [[θεῖον]] Θεόφρ. ἐν Στοβ. 40. 18· ― τὸ [[ὄργια]] φιλόθυτα, ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. σ. 180, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ὄργια]] τελούμενα ὑπὸ ζηλωτῶν λατρευτῶν. | |lstext='''φῐλοθύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὰς θυσίας, Ἀριστοφ. Σφ. 82, Ἀντιφῶν 117. 34, Πλούτ., κλπ.· φ. περὶ τὸ [[θεῖον]] Θεόφρ. ἐν Στοβ. 40. 18· ― τὸ [[ὄργια]] φιλόθυτα, ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. σ. 180, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ὄργια]] τελούμενα ὑπὸ ζηλωτῶν λατρευτῶν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:40, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, fond of sacrifices, Ar.V.82, Antipho 2.2.12, Plu.Rom.7, etc.; φ. περὶ τὸ θεῖον Thphr. Fr.152.
German (Pape)
[Seite 1280] ὁ, = Folgdm; Ar. Vesp. 82; Antiph. 2 β 12; Sp., wie Plut. Rom. 7.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. φιλόθυτος.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοθύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὰς θυσίας, Ἀριστοφ. Σφ. 82, Ἀντιφῶν 117. 34, Πλούτ., κλπ.· φ. περὶ τὸ θεῖον Θεόφρ. ἐν Στοβ. 40. 18· ― τὸ ὄργια φιλόθυτα, ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. σ. 180, φαίνεται ὅτι σημαίνει ὄργια τελούμενα ὑπὸ ζηλωτῶν λατρευτῶν.
Greek Monolingual
ὁ, Α
φιλόθυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. φιλεῖ θύειν].
Greek Monotonic
φῐλοθύτης: [ῠ], -ου, ὁ,
I. αυτός που αγαπά τις θυσίες, σε Αριστοφ.
II. Παθ., ὄργια φιλόθυτα, τελετές που γίνονται από ενθουσιώδεις θιασώτες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοθύτης: ου (ῠ) ὁ любящий приносить жертвы, охотник до жертвоприношений Arph., Plut.
Middle Liddell
φῐλοθῠ́της, ου, ὁ,
fond of sacrifices, Ar.