φύλλωμα: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1315.png Seite 1315]] τό, Belaubung, Laub, D. Sic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1315.png Seite 1315]] τό, Belaubung, Laub, D. Sic.
}}
{{elru
|elrutext='''φύλλωμα:''' ατος τό листва: ἐλαῖαι πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Diod. масличные деревья с густой листвой.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ<br />[[φυλλῶ]]<br />το [[σύνολο]] τών φύλλων ενός φυτού<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών τύπων τών φύλλων που απαντούν στα φυτά.
|mltxt=το, ΝΜΑ<br />[[φυλλῶ]]<br />το [[σύνολο]] τών φύλλων ενός φυτού<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών τύπων τών φύλλων που απαντούν στα φυτά.
}}
{{elru
|elrutext='''φύλλωμα:''' ατος τό листва: ἐλαῖαι πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Diod. масличные деревья с густой листвой.
}}
}}

Revision as of 16:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλλωμα Medium diacritics: φύλλωμα Low diacritics: φύλλωμα Capitals: ΦΥΛΛΩΜΑ
Transliteration A: phýllōma Transliteration B: phyllōma Transliteration C: fylloma Beta Code: fu/llwma

English (LSJ)

ατος, τό, foliage, D.S. 3.19 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1315] τό, Belaubung, Laub, D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

φύλλωμα: ατος τό листва: ἐλαῖαι πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Diod. масличные деревья с густой листвой.

Greek (Liddell-Scott)

φύλλωμα: τό, τὰ φύλλα δένδρου ἐν συνόλῳ, τὸ σύνολον πυκνῶν φύλλων δένδρου, ἐλάται πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Διόδ. 3. 19.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
φυλλῶ
το σύνολο τών φύλλων ενός φυτού
νεοελλ.
το σύνολο τών τύπων τών φύλλων που απαντούν στα φυτά.