βουλητός: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />que l’on veut <i>ou</i> que l’on peut vouloir ; τὸ βουλητόν PLAT ce qui dépend de la volonté.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[βούλομαι]].
|btext=ή, όν :<br />que l'on veut <i>ou</i> que l'on peut vouloir ; τὸ βουλητόν PLAT ce qui dépend de la volonté.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[βούλομαι]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 09:55, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλητός Medium diacritics: βουλητός Low diacritics: βουλητός Capitals: ΒΟΥΛΗΤΟΣ
Transliteration A: boulētós Transliteration B: boulētos Transliteration C: voulitos Beta Code: boulhto/s

English (LSJ)

ή, όν, that is or should be willed, οὔτε χρήσιμον οὔτε β. Phld.Rh.1.185S.: τὸ β. object of desire or will, Pl.Lg.733d, Arist.EN 1113a17. Adv. -τῶς Procl.in Prm.p.752S.

German (Pape)

[Seite 457] gewollt, τὸ βουλητόν τε καὶ ἑκούσιον Plat. Legg. V, 733 d; vgl. Arist. Eth. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l'on veut ou que l'on peut vouloir ; τὸ βουλητόν PLAT ce qui dépend de la volonté.
Étymologie: adj. verb. de βούλομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1deseable οὔτε χρήσιμον οὔτε β. Phld.Rh.1.185, τὴν διαφορὰν βουλητῶν καὶ δοκούντων γνωσόμεθα Olymp.in Alc.39, οὐ βουλητά γε ἦν αὐτῷ Plot.1.4.5.
2 fil. τὸ β. lo que es un acto de la volición, lo que depende de la voluntad unido a ἑκούσιον Pl.Lg.733d, Arist.EN 1113a17, op. γνωστικόν y δραστήριον Procl.in Prm.962.
II adv. -ῶς mediante la volición β. καὶ γνωστικῶς ... προεστᾶσι πάντων Procl.in Prm.961.

Greek Monolingual

βουλητός, -ή, -όν (AM) βούλομαι
εκείνος τον οποίο θέλει ή πρέπει να θέλει κάποιος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. βουλητόν, το
σύσκεψη
αρχ.
βουλητόν, το
το αντικείμενο της βούλησης.

Greek Monotonic

βουλητός: -ή, -όν (βούλομαι), αυτός που πρέπει κανείς να θελήσει, να επιθυμήσει· τὸ βουλητόν, το αντικείμενο της επιθυμίας, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

βουλητός: желаемый, желательный Plat., Arst.

Middle Liddell

βούλομαι
that is or should be willed: —τὸ β. the object of the will, Plat., Arist.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλητός -ή -όν βούλομαι gewild; subst.. τὸ βουλητόν het wenselijke Plat. Lg. 733d.